-
1 διαγραμμα
- ατος τό1) рисунок, изображение2) чертеж, математическая фигура(μέχρι τῶν διαγραμμάτων γεωμετρίαν μανθάνειν Xen.; ὅ τοῦ διαγράμματος ἀριθμός Arst.; δ. μαθηματικόν Plut.)
3) геометрическая задача(ζητεῖν καὴ ἀναλύειν ὥσπερ δ. Arst.)
4) астрологическая таблица(δ. Χαλδαϊκόν Plut.)
5) муз. лад, тональность, гамма(ἓν καὴ ἀμετάβλητον δ. Plut.)
6) список, перечень(τῶν σκευῶν Dem.)
7) письменное распоряжение, указ(τὰ διαγράμματα τῶν ἀρχόντων Plut.)
См. также в других словарях:
έδικτο — (edictum). Εξελληνισμένη λέξη που σημαίνει διάταγμα. Στη ρωμαϊκή εποχή έ. αποκαλούσαν τις διακηρύξεις που εξέδιδαν οι άρχοντες, όταν απευθύνονταν στον λαό, με αποφάσεις που αφορούσαν θέματα της δικαιοδοσίας τους. Δικαίωμα να εκδίδουν έ. είχαν οι… … Dictionary of Greek